ανενθρόνιστος

ανενθρόνιστος
-η, -ο (Μ ἀνενθρόνιστος, -ον)
ψηφισμένος επίσκοπος ο οποίος δεν έχει ακόμη εγκατασταθεί με επίσημη τελετή ενθρόνισης
νεοελλ.
ηγεμόνας ο οποίος δεν έχει επίσημα ενθρονιστεί
μσν.
ναός ή προσκύνημα που δεν έχει αποδοθεί επίσημα στη λατρεία με τελετή εγκαινίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”